- στέφομαι
- στέφωput roundpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέφομαι — στέφομαι, στέφθηκα, εστεμμένος βλ. πίν. 14 Σημειώσεις: στέφομαι : η μτχ. εστεμμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που έχει βασιλικό αξίωμα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουρουνιάζω — (Μ) μέσ. κουρουνιάζομαι (για βασιλιά) στέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courounar] … Dictionary of Greek
προπομπεύω — Α 1. προπορεύομαι σε πομπή 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον με πομπή 3. συνοδεύω κάποιον για παροχή προστασίας και για λόγους ευγενείας 4. θριαμβεύω, στέφομαι με λαμπρή επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πομπεύω «συνοδεύω ως πομπός»] … Dictionary of Greek
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek